- σχημάτια
- σχημάτιονthe figures of a danceneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχημάτιον — τὸ, Α [σχῆμα, ήματος] 1. υποκορ. μικρό σχήμα 2. στον πληθ. τὰ σχημάτια α) χορευτικά σχήματα, φιγούρες β) σχήματα λόγου … Dictionary of Greek
Αγαρίστη — (6ος αι. π.Χ.). Ιστορικό πρόσωπο Κόρη του περίφημου τύραννου της Σικυώνας Κλεισθένη, σύζυγος του Μεγακλή, από το γένος των Αλκμεωνιδών της Αθήνας, και μητέρα του Κλεισθένη, του γνωστού μεταρρυθμιστή της Αθήνας. Από το ίδιο γένος των Αλκμεωνιδών… … Dictionary of Greek